ΕΝΤΟΣ/Αθήνα: «Αόρατοι» οι λεγόμενοι μετανάστες δεύτερης γενιάς (Βίντεο)
Γεννήθηκαν στην Ελλάδα, μεγάλωσαν και σπούδασαν εδώ. Ωστόσο, θεσμικά και εμφανώς υποκριτικά λογίζονται ως μετανάστες. Ακόμη κι αν δεν ταξίδεψαν, οι πιο πολλοί από αυτούς, ποτέ, πέρα από τα ελληνικά σύνορα.
Ακόμη κι αν δε μιλούν άλλη γλώσσα, πέραν της ελληνικής, χαρακτηρίζονται μετανάστες.
Δεν είναι όμως. Είναι μόνο τα παιδιά τους.
Μια «αόρατη» γενιά, όπως λένε τα ίδια, που δεν μπορεί να συνδεθεί, τις περισσότερες φορές, ούτε με τους συγγενείς, που έμειναν πίσω στη χώρα καταγωγής των γονιών τους, ούτε με τους γηγενείς, που επιμένουν να τη διακρίνουν, να τη διαχωρίζουν και εντέλει να της στερούν αυτονόητα δικαιώματα και ελευθερίες.
Το «Εντός και Εκτός Συνόρων» μαζί με την ομάδα «Σκέψου αλλιώς» του Ελληνικού Φόρουμ Μεταναστών κατέγραψαν μερικές από τις πολλές, θεσμικές και λογικές αντιφάσεις αυτής της οξύμωρης ελληνικής πραγματικότητας, που διαμορφώνεται από τη γραφειοκρατική αντίληψη της δημόσιας διοίκησης σε συνδυασμό με τις εκάστοτε πολιτικές σκοπιμότητες και αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία, για παράδειγμα, και κυρίως σε αυτή που προέρχεται από χώρες όπως οι Η.Π.Α., η Αυστραλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ολλανδία, ο όρος μετανάστης δεύτερης γενιάς έχει πιο πλατιά σημασία από αυτόν που γεννήθηκε στη χώρα υποδοχής των γονιών του.
Κείμενο: Ιωάννα Μπέκιου, Συνέντευξη: Δήμητρα Ευαγγελίου, Κάμερα: Βασίλης Νούσης
Διότι μπορεί τα παιδιά των μεταναστών, που γεννήθηκαν στη χώρα υποδοχής των γονιών τους, να μη βίωσαν άμεσα τη μετανάστευση με την έννοια της γεωγραφικής μετακίνησης, την βιώνουν όμως καθημερινά μέσα από τη σχέση με τους γονείς και τη ζωή τους στην κοινωνία υποδοχής.
Τα παιδιά των μεταναστών βιώνουν μια «διπλή εμπειρία συνόρων».
Αυτή των «διεθνών συνόρων» μέσα από τα νομικά προβλήματα που ανακύπτουν από την έλλειψη της υπηκοότητας στη χώρα υποδοχής των γονιών και αυτή των «εσωτερικών συνόρων των πόλεων» καθώς τα παιδιά αυτά, στην πλειονότητα τους, ανήκουν στα αδύναμα οικονομικά στρώματα με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν όλους τους αποκλεισμούς και τις δυσκολίες που οφείλονται στην ταξική τους θέση έχοντας την πολλαπλή επιβάρυνση της έλλειψης υπηκοότητας.
Σχετικά με το ζήτημα της απόδοσης ιθαγένειας στους μετανάστες δεύτερης γενιάς στη χώρα μας, βλέπουμε σε σχέση με τον προηγούμενο ορισμό, ότι υιοθετείται από το νομοσχέδιο μια λογική που εισάγει το δίκαιο του εδάφους στην σφαίρα της αποκλειστικότητας του δικαίου του αίματος που κυριαρχεί σήμερα στη σχετική ελληνική νομοθεσία.
Σήμερα η μετανάστευση στη χώρα μας δεν είναι σχεδιασμένη και οργανωμένη όπως ήταν, ήδη, τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες σε αρκετές χώρες του κόσμου.
Καπιταλιστικές μητροπόλεις όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Αυστραλία, ο Καναδάς υποδέχονταν –κυρίως οικονομικούς μετανάστες- με numerus clausus σε συγκεκριμένες ειδικότητες που είχαν έλλειψη.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γερμανίας, η οποία θεσμοθέτησε το θεσμό του «φιλοξενούμενου εργάτη» (Gastarbeiter) αλλά και το σύστημα της «περιστροφικής απασχόλησης» (Rotation) σύμφωνα με το οποίο προβλέπονταν ο επαναπατρισμός τμήματος των εργατών και η «αντικατάσταση» τους από νέους μετανάστες.
Σήμερα, οι μετανάστες δεν πηγαίνουν στην πλειονότητά τους, «καλεσμένοι» στις χώρες υποδοχής. Ως εκ τούτου δεν έχουν από τα πριν εγγυημένη καμία θέση εργασίας και πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες.
Οι περισσότεροι μετανάστες ασχολούνται ως εργάτες ή ως ιδιωτικοί υπάλληλοι σε επαγγέλματα της οικοδομής και των καθαρισμών κτηρίων (οικίες, γραφεία και καταστήματα) και ένα πολύ μικρό τμήμα τους, που δεν υπερβαίνει το 3% του συνόλου, έχει αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα ή ασκεί ελεύθερο επάγγελμα. Συνήθως την ίδια δραστηριότητα που είχε και στη χώρα προέλευσης.
Δεν είναι όμως μόνο ο κοινωνικός όρος που δυσκολεύει την κατάσταση των μεταναστών δεύτερης γενιάς αλλά και η γραφειοκρατία.
Για να κάνει ο ενδιαφερόμενος αίτηση στο Ελληνικό κράτος απαιτείται πέρα από το έντυπο αίτησης, δυο έγχρωμες πρόσφατες φωτογραφίες σε φυσική μορφή, επικυρωμένο αντίγραφο ισχύοντος διαβατηρίου, παράβολο με τη μορφή ηλεκτρονικού παραβόλου το οποίο κοστίζει 300 ευρώ και αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης γέννησης στην Ελλάδα ή αποδεικτικά επιτυχούς ολοκλήρωσης έξι τουλάχιστον ετών σε ελληνικά σχολεία Πρωτοβάθμιας ή/και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα πριν από τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας του αιτούμενου.
Σε σύγκριση τώρα με άλλες χώρες :
Τη βρετανική ιθαγένεια μπορεί να αποκτήσει κάποιος: α) αν έχει γεννηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο από γονέα που είναι Βρετανός πολίτης κατά τη στιγμή της γέννησης (του παιδιού) ή από γονέα εγκατεστημένο στο Ηνωμένο Βασίλειο, β) εξ αίματος, γ) με πολιτογράφηση, δ) με εγγραφή (registration), ε) κατόπιν υιοθεσίας.
Στη Σουηδία για να κάνει κάποιος αίτηση για ιθαγένεια αρκεί να έχει κλείσει το 18ο έτος της ηλικίας του, να έχει κάρτα μόνιμης παραμονής, να έχει ζήσει πέντε συνεχόμενα χρόνια στη χώρα και να έχει καθαρό ποινικό μητρώο.